Ο Νεοκλασικισμός ήρθε στην Ελλάδα στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα από το βασιλιά Όθωνα, ο οποίος έφερε μαζί του Βαυαρούς αρχιτέκτονες προκειμένου να βοηθήσουν στην ανοικοδόμηση της Αθήνας, η οποία είχε επιλεγεί ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Ο αρχιτεκτονικός αυτός ρυθμός στη συνέχεια καθιερώθηκε ως επίσημος της Βασιλικής Αυλής και καθώς είχε επικρατήσει σε ολόκληρο σχεδόν τον κόσμο, υιοθετήθηκε κι επεκτάθηκε σε όλη την Ελληνική Επικράτεια.
Στην Εύβοια ήρθε κάπως αργότερα γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα και ειδικότερα στην Κάρυστο και τη Χαλκίδα με την έναρξη της νέας ανοικοδόμησης των πόλεων. Έλληνες και ξένοι τεχνικοί συνέταξαν τα πολεοδομικά σχέδια. Οι φαρδιοί και ευθύγραμμοι οδικοί άξονες που αλληλοτέμνονται κάθετα με ζυγισμένους γύρω τους ελεύθερους χώρους για να θεμελιωθούν δημόσια κτίρια δημιουργούν ένα ύφος στον πολεοδομικό χώρο που σε προδιαθέτει για το νέο πνεύμα αλλά και που το ευνοεί. Τέτοιες πόλεις στην Εύβοια εκτός από την Κάρυστο και τη Χαλκίδα είναι η Ερέτρια, η Λίμνη, η Ιστιαία και η Αιδηψός.
Παράλληλα μπορεί να παρατηρήσει κανείς σημαντικά νεοκλασικά κτίρια και σε άλλες πόλεις ή κεφαλοχώρια με άτακτο πολεοδομικό ιστό, όπως το Αλιβέρι, το Αυλωνάρι, η Κύμη, το Βασιλικό. Εδώ τα νεοκλασικά κτίρια αναμιγνύονται χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα μέσα στη πολεοδομική μάζα και προβάλλονται αυτόματα γιατί διαφέρουν από τα κτίρια με παραδοσιακή έκφραση ή μορφολογία.
Τα νεοκλασικά κτίρια του Αυλωναρίου ήταν συνήθως διώροφα και στεγάζονταν με κεραμοσκεπείς στέγες, οι οποίες κατέληγαν στη χαρακτηριστική δαντελωτή απόληξη τους, που διαμορφώνονταν από τα πήλινα ακροκέραμα.
Οι όψεις τους οργανώνονταν πάντα συμμετρικά στον κατακόρυφο άξονα συμμετρίας και ήταν συνήθως διακοσμημένες με μαρμάρινα λιθανάγλυφα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως μπαλκόνια, φουρούσια, πορτοσιές και άλλα από τραβηχτά διακοσμητικά επιχρίσματα που μιμούνταν μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη, όπως παραστάδες, επιστήλια, ζωφόρους, γείσα και πλαίσια ανοιγμάτων, και από κεραμοπλαστικό διάκοσμο που εντοπιζόταν κυρίως σε επίκρανα παραστάδων, γιρλάντες, ροζέτες, καμινάδες, γλάστρες κ.α.
Οι κατόψεις τους ήταν και αυτές συμμετρικές στον οριζόντιο άξονα της εισόδου και είχαν τριμερή διάταξη των χώρων τους, με τον διαμπερή διάδρομο στο κέντρο και τα δωμάτια να αναπτύσσονται εκατέρωθεν του διαδρόμου.
Στις κατασκευές αυτής της περιόδου άρχισαν να εμφανίζονται και νέες εκσυγχρονισμένες λειτουργίες μέσα στα σπίτια, όπως σύγχρονες για την εποχή κουζίνες και λουτρά, εξυπηρετήσεις που παλιότερα βρίσκονταν στα παρακείμενα παράσπιτα.
Την εξωτερική αισθητική αντίληψη των σπιτιών αυτών ακολουθούσε και η εσωτερική διακόσμηση τους, με γραπτό κυρίως διάκοσμο στους τοίχους και τις οροφές και λιγότερη χρήση γύψινων διακοσμητικών στοιχείων, καθώς και με ανάλογου ύφους κινητό εξοπλισμό.
Περιγραφή του κτιρίου
Το αρχοντικό του Μόλαρη βρίσκεται στο πάνω Αυλωνάρι, αριστερά του δρόμου που οδηγεί στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Πρόκειται για ένα διώροφο λιθόκτιστο αρχοντικό του τέλους του 19ου αιώνα. Κτίσθηκε από τον Βασίλειο Μόλαρη πλούσιο κτηματία του Αυλωναρίου. Ακριβής ημερομηνία κατασκευής δεν είναι γνωστή, αφού δεν υπάρχει εντοιχισμένη κτητορική επιγραφή. Συμπερασματικά μπορούμε να καταλήξουμε ότι έχει κτισθεί πριν το 1890 πιθανόν μεταξύ 1880 και 1885 αφού το διπλανό κτίριο που έκτισε ο Παναγιώτης Χροναίος (Μπούλερης) και έχει αντιγράψει στοιχεία από το αρχοντικό του Μόλαρη, φέρει λιθανάγλυφη εντοιχισμένη ημερομηνία κτίσης το 1890.
Το αρχοντικό του Μόλαρη είναι το πλέον ενδιαφέρον κτίσμα από όλα τα υπόλοιπα νεοκλασικά κτίρια του Αυλωναρίου αυτής της περιόδου, το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα στο σύνολο του όλα τα αυθεντικά δομικά και διακοσμητικά στοιχεία, χωρίς να έχουν γίνει ουσιαστικές εξωτερικές παρεμβάσεις.
Οι όψεις του είναι συμμετρικές στους κατακόρυφους άξονες συμμετρίας και οι δύο από αυτές λιτές χωρίς διάκοσμο (ανατολική και βόρεια), ενώ η πρόσοψη (νότια) και η δυτική όψη είναι πλούσια διακοσμημένες με λιθανάγλυφα αρχιτεκτονικά μέλη και διακοσμητικά στοιχεία από τραβηχτό επίχρισμα, το οποίο σήμερα έχει καταστραφεί.
Η είσοδος του βρίσκεται στο κέντρο της πρόσοψης του ισογείου είναι ξύλινη ταμπλαδωτή, δίφυλλη και κάθε φύλλο φέρει από τη μέση και πάνω σιδεριές καθώς και ακτινωτό μεταλλικό υπέρθυρο. Δεξιά και αριστερά της εισόδου βρίσκονται χάριν συμμετρίας πανομοιότυπες πόρτες. Και οι τρεις πόρτες πλαισιώνονται από μαρμάρινο περιθύρωμα αποτελούμενο από επιστήλιο.
Πάνω ακριβώς από την είσοδο στο 1° όροφο υπάρχει μαρμάρινο μπαλκόνι το οποίο αποτελείται από δύο λιθανάγλυφα φουρούσια διακοσμημένα με διπλές νεοκλασικές έλικες και προστατεύεται από περίτεχνη σιδεριά, στερεωμένη σε δύο χυτοσιδήρους κιονίσκους.
Η δυτική όψη φέρει τέσσερις εισόδους συμμετρικά κατασκευασμένες, με τις δύο κεντρικές να έχουν μαρμάρινα σκαλοπάτια και τις δύο ακραίες να φέρουν στο κάτω μέρος παραλληλόγραμμο άνοιγμα με σιδεριά που χρησιμεύει σαν φεγγίτης για το υπόγειο.
Ακριβώς πάνω από τις κεντρικές εισόδους της δυτικής όψης στον 1ο όροφο, υπάρχει μεγάλο μαρμάρινο μπαλκόνι το οποίο στηρίζεται σε τέσσερα λιθανάγλυφα φουρούσια διακοσμημένα και αυτά με διπλές νεοκλασικές έλικες και προστατεύεται από περίτεχνη σιδεριά, στερεωμένη σε τέσσερις χυτοσιδήρους κιονίσκους.
Η επικοινωνία με τον πρώτο όροφο γίνεται με εξωτερική μαρμάρινη σκάλα που βρίσκεται στην ανατολική όψη του κτιρίου.
Οι πόρτες και τα παράθυρα του 1ου ορόφου πλαισιώνονται από μαρμάρινο περιθύρωμα, αποτελούμενο από παραστάδες με επιστήλιο και γείσο, τα δε παράθυρα στο κάτω μέρος φέρουν λιθανάγλυφη ροζέτα.
Οι γωνίες του κτιρίου διαμορφώνονται με λιθανάγλυφα παραλληλόγραμμα μάρμαρα που φαίνονται να βαστούν το περίτεχνης και μαρμάρινης μορφής επιστήλιο στις στέψης του ισογείου, το οποίο συνεχίζει σαν γείσος και χωρίζει αισθητικά το ισόγειο από τον 1° όροφο. Ο γείσος της στέψης του 1ομ ορόφου είναι και αυτός μαρμάρινος, και χρησιμεύει σαν υδρορροή για να μαζεύει τα νερά της βροχής στη δεξαμενή του υπογείου.
Ο Ζωγραφικός διάκοσμος.
Στο εσωτερικό του σπιτιού και συγκεκριμένα στις οροφές των τριών από τα πέντε δωμάτια του πρώτου ορόφου καθώς και στο διάδρομο υπάρχει πλούσιος ζωγραφικός διάκοσμος. Οι οροφογραφίες αυτές εκτός από μία που έχει υποστεί φθορές σώζονται σε καλή κατάσταση. Μιλάω βέβαια για το 1983 που είχα κάνει τη φωτογράφηση. Πιστεύω όμως ότι και σήμερα θα βρίσκονται στην ίδια κατάσταση αφού το σπίτι πλέον κατοικείται από ένα και μόνο άτομο το οποίο και δεν ασχολείται με μορφολογικές ή διακοσμητικές παρεμβάσεις.
Η ζωγραφική διακόσμηση του κτιρίου πιστεύω ότι έγινε αμέσως μετά την κατασκευή του. Η θεματογραφία τους συμπίπτει με την τεχνοτροπία εκείνης της εποχής. Τη διακόσμηση των σπιτιών αυτών ανελάμβαναν ειδικοί κοσμηματογράφοι, οι περισσότεροι των οποίων ήταν σπουδαγμένοι στο «Σχολείο των τεχνών» που προϋπήρχε του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Έντονη δραστηριότητα στον τομέα αυτό ανέπτυξαν πολλοί Ιταλοί και Βιεννέζοι καλλιτέχνες.
Τα αρχικό στάδιο της κατασκευής ενός τέτοιου διακόσμου ήταν η προετοιμασία της επιφάνειας με λεπτή μαρμαροκονία, σε μίγμα από καθαρό ασβέστη, ενώ τα χρώματα που χρησιμοποιούνταν ήταν οι σκόνες του εμπορίου, γνωστές ως «κόλλες». Εξάλλου ο τρόπος εργασίας ήταν πότε η ελαφρά χάραξη του σχεδίου στην επιφάνεια και πότε ο σχεδιασμός του περιγράμματος με φούμο, βάσει ενός προτύπου που είχαν σχεδιασμένο σε χαρτί με μικρές τρύπες φτιαγμένες με βελόνα. Μετά έβαζαν με πινέλο τα χρώματα, ενώ τις μπορντούρες και τις γιρλάντες τις έφτιαχναν με στάμπες από χοντρό χαρτί, εργασίες τις οποίες έκαναν συνήθως οι μαθητευόμενοι τεχνίτες.
Στο πρώτο όροφο στο δωμάτιο δεξιά υπάρχει μια ενδιαφέρουσα οροφογραφία. Αυτή διαμορφώνεται από κυκλικό πολύχρωμο φυτικό διάκοσμο ο οποίος έχει στο κέντρο του το Θεό Ήλιο πάνω στην άμαξα την οποία οδηγούν τέσσερα άλογα. Το όλο θέμα πλαισιώνεται από επαναλαμβανόμενο γεωμετρικό διάκοσμο που σχηματίζει ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, στις τέσσερις πλευρές του οποίου υπάρχει πλούσιος φυτικός διάκοσμος ενώ στις γωνίες υπάρχει κυκλική ροζέτα εγγεγραμμένη σε τετράγωνο πλαίσιο.
Στο δεύτερο δωμάτιο του πρώτου ορόφου υπάρχει οροφογραφία με τον ίδιο κυκλικό φυτικό διάκοσμο, ο οποίος όμως στο κέντρο του φέρει στεφανωμένη τη Θεά Νίκη πάνω σε άμαξα που οδηγούν δύο άλογα. Επίσης ο γεωμετρικός και φυτικός διάκοσμος που πλαισιώνει το θέμα είναι ίδιος με μικρές μόνο παραλλαγές με του προηγούμενου δωματίου. Η ορογραφία αυτή έχει υποστεί μεγάλη φθορά.
Στο τρίτο δωμάτιο υπάρχει άλλη ενδιαφέρουσα οροφογραφία. Αυτή διαμορφώνεται από μία μεγάλη κυκλική ροζέτα εγγεγραμμένη σε τετράγωνο πλαίσιο. Το κέντρο της ροζέτας έχει μορφή οκτάκτινου γεωμετρικού σχεδίου με κεφαλές προερχόμενες από τη κλασική κοσμηματογραφία. Το όλον θέμα πλαισιώνεται από διακοσμητικά μοτίβα με φυτικό διάκοσμο, ταινίες, μαιάνδρους, γρύπες, συνδυασμένα όλα μαζί σε ένα αρμονικό χρωματικό σύνολο.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει τέλος και ο διάδρομος του πρώτου ορόφου που φέρει επαναλαμβανόμενο μοτίβο που μιμείται φατνωματικές οροφές με στρογγυλές ροζέτες στο κέντρο του κάθε φατνώματος.
Προστασία και αποκατάσταση μαζί με κάποιες προτάσεις
Πιστεύω ότι το αρχοντικό Μόλαρη αποτελεί για όλους τους πάρα πάνω λόγους ένα μοναδικό μνημείο της νεώτερης ιστορίας του Αυλωναρίου. Για τούτο θα πρέπει η Δημοτική Αρχή και οι άλλοι συλλογικοί φορείς του τόπου να ενδιαφερθούν για την προστασία του και να το προτείνουν στην Εφορεία Νεώτερων Μνημείων ώστε το κτήριο να προστατευθεί.
Υπάρχουν προγράμματα του Υπουργείου Πολιτισμού και της Ευρωπαϊκής Ένωσης μέσα στα οποία θα μπορούσε το Αρχοντικό Μόλαρη να ενταχθεί ώστε να αποκατασταθεί πλήρως στην αρχική του μορφή και να αποδοθεί στο κοινό σαν ένα μοναδικό για την περιοχή του Αυλωναρίου νεότερο μνημείο.
Στις αίθουσες του θα μπορούσαν να στεγαστούν λαογραφικές, φωτογραφικές, ζωγραφικές, αρχειακές συλλογές ώστε να αναδειχθούν και να αποτελέσουν ένα Μουσείο Τοπικής Ιστορίας και Τέχνης για τη διάσωση της Ιστορικής μνήμης και της πολιτιστικής ζωής του τόπου προσιτές σε όλο τον κόσμο.
Βασική προϋπόθεση η Δημοτική Αρχή να έρθει σε επαφή με τους σημερινούς ιδιοκτήτες του κτιρίου ώστε να πεισθούν ότι η πώληση του στο δήμο και η ανάδειξη του είναι η καλύτερη δυνατή λύση για όλους. Ελπίζω να υπάρξει μια τέτοια πρωτοβουλία.
Βιβλιογραφία.
1. Τραυλός Ι. «Νεοκλασική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα», Αθήνα 1976.
2. Ι.Ν. Κουμανούδης «Πληροφορίες για την Νεοκλασική Αρχιτεκτονική της Εύβοιας» Περιοδικό Αρχαιολογία Τεύχος 42, Μάρτιος 1992.
3. Δημήτρης Παλιούρας, αρχιτέκτονας «Το μνημειακό αρχοντικό Κύρου, ένα Αϊγιωργίτικο πολιτιστικό κόσμημα», Περιοδικό Βίγλα, Τεύχος 15, Ιούνιος 2003.
4. Μπίρης Κ. «Μισός Αιώνας Αθηναϊκής Αρχιτεκτονικής» (1875-1925), Αθήνα 1987.
5. Γρηγοράκης Ν. «Το ακροκέραμο και άλλα νεοκλασικά αριστουργήματα», Αθήνα 1981.
6. Δημήτρης Φιλιππίδης. «Διακοσμητικές Τέχνες», Εκδοτικός Οίκος Μέλισσα.
7. Ι. Τραυλού - Α. Κόκκου «Ερμούπολη» Έκδοση Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 1980.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου